- σαρκολαβίς
- σαρκο-λᾰβίς, ίδος, ἡ,A surgeon's forceps, Dsc.3.80, Hippiatr.20:— also [suff] σαρκο-λάβος, ὁ, Antyll. ap. Orib.45.10.2; and [suff] σαρκο-λάβον, τό, Hermes 38.283.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκολαβίδι — σαρκολαβίς surgeon s forceps fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκολαβίδα — η / σαρκολαβίς, ίδος, ΝΜΑ χειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς] … Dictionary of Greek